μαχμουρλίκι

μαχμουρλίκι
τό
1) сонливость; 2) медлительность, неповоротливость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαχμουρλίκι" в других словарях:

  • μαχμουρλίκι — το 1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία 2. (κατ επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk] …   Dictionary of Greek

  • μαχμουρλίκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. η κατάσταση του μαχμουρλή. 2. μτφ., βαρυθυμία, ανορεξία, τεμπελιά: Όλη μέρα μαχμουρλίκι, πώς θα κάνεις οικογένεια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»